- ἐπιμήκης
- ἐπιμήκηςlongishmasc/fem acc pl (attic epic doric)ἐπιμήκηςlongishmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ἐπιμήκηςlongishmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμήκης — ες (ΑΝ ἐπιμήκης, ες) [μήκος] αυτός τού οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος αρχ. 1. εκτεταμένος, μεγάλος 2. (για ανάστημα) ψηλός 3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον για περισσότερο χρόνο … Dictionary of Greek
επιμήκης, -ης, επίμηκες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, που έχει μήκος μεγαλύτερο από το πλάτος, μακρουλός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιμηκέστερον — ἐπιμήκης longish adverbial comp ἐπιμήκης longish masc acc comp sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμήκει — ἐπιμήκης longish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιμήκης longish masc/fem/neut dat sg ἐπιμήκεϊ , ἐπιμήκης longish dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμήκη — ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐπιμήκης longish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐπιμήκης longish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηκεστέραις — ἐπιμήκης longish fem dat comp pl ἐπιμηκεστέρᾱͅς , ἐπιμήκης longish fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηκεστέρων — ἐπιμήκης longish fem gen comp pl ἐπιμήκης longish masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηκέστατα — ἐπιμήκης longish adverbial superl ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμηκέστατον — ἐπιμήκης longish masc acc superl sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμῆκες — ἐπιμήκης longish masc/fem voc sg ἐπιμήκης longish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)